-
1 износить
-
2 заносить
-
3 истрепать
истрепатьсов разг1. παλιώνω (μετ.), παλαιώνω (μετ.) / λυώνω (μετ.) (одежду)·2. перен φθείρω, χαλώ, καταστρέφω, ἀφανίζω (здоровье, силы)! ξεχαρβαλώνω (нервы). -
4 снашивать
снашиватьнесов (изнашивать) λ(ε)ι-ώνω (μετ.), φθείρω, παλιώνω, φαγώνω. -
5 затаскать
ρ.σ.μ.1. φθείρω, τρίβω, λιώνω, παραφορώ. || μτφ. παλιώνω, παρατραβώ, παραξηλώνω, χρησιμοποιώ υπέρ το δέον.2. κουράζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω με τα τρεχάματα.1. φθείρομαι κλπ. ρ.μ.2. κουράζομαι ταλαιπωρούμαι πηγαινοέρχοντας. -
6 износить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -оρ.σ.μ.φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις.
См. также в других словарях:
φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)